νόμιζε

νόμιζε
νομίζω
use customarily
pres imperat act 2nd sg
νομίζω
use customarily
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. — φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. См. Друзей у богатых, что мякины около зерна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • νόμιζ' — νόμιζε , νομίζω use customarily pres imperat act 2nd sg νόμιζε , νομίζω use customarily imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίζεν — νομίζε̄ν , νομίζω use customarily pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • друзей у богатых, что мякины около зерна — Ср. Amici divitum paleae sunt circa granum. Varro. Sent. Ср. Ubi amici, ibi opes. Где собираются друзья, там деньги. Quintilian. 5, 11, 41. Ср. φίλους έχων νόμιζε θησαυρούς έχειν. Имеющий друзей признается имеющим сокровища. Menand. monost. 526.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Друзей у богатых, что мякины около зерна — Друзей у богатыхъ, что мякины около зерна. Ср. Amici divitum paleae sunt circa granum. Varro. Sent. Ср. Ubi amici, ibi opes. Пер. Гдѣ собираются друзья, тамъ деньги. Quintilian. 5, 11, 41. Ср. φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν. Пер. Имѣющій… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • мьнѣти — МЬН|ѢТИ (>1000), Ю, ИТЬ гл. Думать, полагать: ѡнѣмъ мн˫ащемъ ˫ако братии полѹнощьноѥ пѣниѥ съвьрьшающемъ. ЖФП XII, 46г; и вьси мьн˫ахѹ ѧко поразилъ и ѥсть бѣсъ. СкБГ XII, 21в; и дьржю тѧ въ рѹкѹ своѥю ныне ||егоже азъ мьнѧхъ въ поганьскахъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… …   Dictionary of Greek

  • δοιάζω — και δοάζω (Α) [δοιοί] 1. σκέπτομαι με δύο τρόπους, διστάζω, αμφιβάλλω 2. νομίζω, φαντάζομαι (α. «ὁπότε δοῡπον δοάσσαι» όποτε νόμιζε πως άκουγε κάποιο θόρυβο β. «δοιάζοντο λεύσσειν». νόμιζαν πως έβλεπαν) …   Dictionary of Greek

  • νομίζω — (ΑΜ νομίζω) [νόμος] 1. θεωρώ ως..., υπολαμβάνω, εκλαμβάνω (α. «τόν νόμιζα για φίλο» β. «τὸν προέχοντα ἔτεσι νόμιζε ὡς πατέρα», Πλάτ. γ. «ἀδικεῑ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων», Ξεν.) 2. έχω τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”